- κρομμύδι
- Ακατοίκητη νησίδα των ανατολικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων.
* * *τοβλ. κρεμμύδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
απώγων — (apogon). Γένος ψαριών της οικογένειας των περκιδών, που ζει και στην Ελλάδα. Το κυριότερο είδος φτάνει σε μήκος τα 12 εκ. και έχει σώμα μακρουλό και πλακωτό, σκεπασμένο με λέπια. H ράχη του ψαριού αυτού είναι κοκκινωπή, το κεφάλι του… … Dictionary of Greek
κρεμμυδίλα — και κρομμυδίλα, η η οσμή τών κρεμμυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + κατάλ. ίλα*] … Dictionary of Greek
κρεμμυδότσουφλο — και κρομμυδότσουφλο, το ο φλοιός τού κρεμμυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + τσουφλο (< τσόφλι), πρβλ. αβγό τσουφλο, καρυδό τσουφλο] … Dictionary of Greek
κρεμμύδα — και κρομμύδα η μεγάλο κρεμμύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι κρομμύδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, κουτάλ α)] … Dictionary of Greek